ραντιστός

ραντιστός
η , ό обрызгиваемый, опрыскиваемый; окропляемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ραντιστός" в других словарях:

  • ραντιστός — ή, ό, Ν [ραντίζω] αυτός που γίνεται με ράντισμα. επίρρ... ραντιστά Ν με ράντισμα …   Dictionary of Greek

  • ραντιστά — Ν επίρρ. βλ. ραντιστός …   Dictionary of Greek

  • ψιχαλιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που πέφτει κατά συνεχείς σταγόνες, ο ραντιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»